Έχω αρχίσει να φοβάμαι πως δεν γνωριζόμαστε καλά οι Φλωρινιώτες μεταξύ μας. Μάλλον φταίει ο πεζόδρομος που μας έχει εγκλωβίσει σε τυπικές χαιρετούρες και κοινωνικές κριτικές και δεν μας αφήνει περιθώρια να γνωρίσουμε βαθύτερα και καλύτερα ο ένας τον άλλον.
Την Αγγελική Γραφάκου την βλέπω, την χαιρετώ , λέμε και θερμές καλημέρες και καλησπέρες και την αναγνωρίζω σαν μία όμορφη και αξιοπρεπή κυρία.
Η Αγγελική Γραφάκου μέσα από αυτά που γράφει και με τον τρόπο που τα γράφει, διαπιστώνω πως είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα από αυτό που φαίνεται. Οι βιωματικές της εμπειρίες ξεδιπλώνονται με πολύ συναίσθημα, σε πολλές αποχρώσεις, πάνω σε ένα χειροποίητο χαλί Δίνει χρώμα σε μνήμες και αξίες με τη πένα της, ζωντανεύει ένα παρελθόν με τον δικό της τρόπο!
Αγγελική μου χάρηκα που σε οίδα!
Αγαπητοί μου αναγνώστες σας συστήνω εκ νέου την Αγγελική Γραφάκου για να αγαπήσετε περισσότερο τη Φλώρινα και τους Φλωρινιώτες -ισες!
Ντόρη Κουτουράτσα
Ταπητουργείον εν Φλωρίνη.
της Αγγελικής Γραφάκου
Αν ρωτήσεις κάποιον, η λέξη χρώματα, τι σημαίνει γι’ αυτόν…… ουράνιο τόξο θα σου πει. Λουλούδια θα σου πει ο άλλος. Η παλέτα του ζωγράφου κάποιος άλλος.
Το μυαλό το δικό μου θα ξεφύγει σε μια σκέψη περίεργη: Στα κουβάρια που κρέμονταν από το στιμόνι ενός αργαλειού. Χρώματα από την Φύση, όπως το μπεζ της άμμου, το κίτρινο του ήλιου ανακατεμένο με την φλόγα του, το μπλέ του ωκεανού, το πράσινο από το κυπαρίσσι. Και ακόμα τα χίλια χρώματα που βρίσκονται στο βουνό το Φθινόπωρο. Στα χρώματα ήταν εξειδικευμένος ο θείος μου Πέτρος Παπαδόπουλος. Ατελείωτες συνθέσεις στα μεγάλα καζάνια, προσθήκες λίγο από το μόβ-ροζ του ανταριασμένου ουρανού, λίγο από το χρώμα της γης μετά την βροχή που ρούφηξε στα σπλάχνα της, και όλο αυτό για να πετύχει το χρώμα του «σάπιου μήλου». Αυτό το χρώμα αποτελούσε μερικές φορές τον φόντο στα χαλιά, όταν στο κέντρο και στις μπορντούρες, τα λουλούδια έστηναν χορό. Και όλο αυτό ήθελες να το αποκτήσεις, να στολίσει αριστοκρατικά και ρομαντικά το σπίτι σου να σε ζεστάνει, να το πατήσεις χιλιάδες φορές και να το χαρεί μετά το παιδί σου, και μετά το εγγόνι σου και μετά το δισέγγονο και το τρισέγγονο.
Τα πρώτα χρόνια, αυτά τα τέλεια χρώματα ξέβαφαν με το πλύσιμο των χαλιών στο τέλος του χειμώνα, ώσπου ανακάλυψε μια σκόνη που όταν την έριχνε στο καζάνι, τα χρώματα, γίνονταν πλέον «αναλίν». Δηλαδή δεν ξέβαφαν ποτέ.
Μπράβο στον θείο μου. Ο εγκέφαλος όμως της δημιουργίας αυτού το «εργοστασίου», το φυτώριο γυναικών μικρών και μεγάλων, όπου εκπαιδεύονταν για το επάγγελμα αυτό –λέω εγώ-, ήταν η γυναίκα του Δέσποινα Παπαδοπούλου.
Στις 23 Αυγούστου του 1922 ξεριζωμένοι από την πατρίδα τους, την Κιουτάχεια της Φρυγίας, η θεία μου Δέσποινα 20 χρονών παντρεμένη με τον θείο μου – που τότε ήταν εξορία στην Άγκυρα – με την αδελφή της και μητέρα μου Βαρβάρα τεσσάρων χρονών και την γιαγιά μου Αγγελική βρέθηκαν στην Φλώρινα. Η διαδρομή αυτή με όλα τα βάσανα και τις κακουχίες μέχρι εδώ, και να φτιάξουν τις ζωές τους από την αρχή, για να περιγραφεί, χρειάζεται τόνους χαρτιού, πολύ μελάνι και ακόμα πιο πολύ δάκρυ. Θα το προσπεράσω.
Την αποφράδα εκείνη ημέρα, η θεία μου σκέφτηκε και πρόλαβε να πάρει μαζί της δύο θησαυρούς. Ο ένας ήταν η εικόνα της Παναγίας και ο άλλος, ένα ολόχρυσο πεντόλιρο κρυμμένα καλά στον κόρφο της. Και στους δύο θησαυρούς, εκτιμούσε τότε, ότι όφειλε την επιβίωση μας.
Στην Μ. Ασία εκείνα τα χρόνια, οι Έλληνες είχαν διαπρέψει στα περισσότερα επαγγέλματα έναντι των Τούρκων που περιορίζονταν στις βοηθητικές για εμάς δουλειές. Οι γυναίκες κυρίως επεδίδοντο εις την Υφαντουργία και την Ταπητουργίαν. Η θεία μου δεν γνωρίζω αν δούλευε στο σπίτι της σε δικό της αργαλειό ή στο εργοστάσιο κάποιου Μοσκώφογλου Χαράλαμπου, που εκείνα τα χρόνια αριθμούσε περί των διακοσίων εργατριών.(τις πληροφορίες αυτές τις πήρα από το βιβλίο του Σάββα Εφραιμίδη – ιστορία, λαογραφία του ΚΟΤΥΑΙΟΥ(Κιουτάχειας), που κατά την ταπεινή μου γνώμη πρέπει να έχει στην κατοχή του κάθε Κιουταχειώτης). Ερχόμενη επομένως εδώ, έφερε και την τέχνη της, με άλλες φυσικά που την γνώριζαν, που έως τότε η ταπητουργία ήταν εντελώς άγνωστη στην Ελλάδα. Έτσι ρευστοποίησε το πολύτιμο νόμισμα και αγόρασε έναν αργαλειό και νήματα και το δούλεψε μόνη της προσέχοντας συγχρόνως και την μητέρα μου.
Έτσι όταν ο άντρας της επέτρεψε από την εξορία γύρω στο 1924-25 το χαλί ήταν τελειωμένο. Ο θείος μου στην πατρίδα ήταν εργολάβος και όταν κτίσθηκε η Εθνική τράπεζα στην Φλώρινα ανέλαβε την εργολαβία της. Και μόλις τελείωσε η τράπεζα το 1931, άρχισε να κτίζει το διώροφο στην γωνία των οδών Μαγνησίας και Προύσσης. Έτσι στον πάνω όροφο ήταν η κατοικία μας και ο κάτω όροφος στέγασε το λεγόμενο εργοστάσιο ταπήτων. Όταν επωλήθη το πρώτο χαλί, αγόρασαν άλλους δύο αργαλειούς και η θεία μου άρχισε να εκπαιδεύει φίλες και γειτόνισσες. Έτσι οι αργαλειοί έγιναν αισίως οκτώ μεγάλοι και ένας μικρότερος για χαλιά γραφείου, κρεβατοκάμαρας κ.λ.π., και οι γυναίκες στο σύνολο τους 25-28. Οι γυναίκες που εργάζονταν ήταν ή πολύ νέες και όταν παντρεύονταν σταματούσαν ή ηλικιωμένες αφού είχαν μεγαλώσει τα παιδιά τους. Φυσικά Κιουταχειώτισσες, αφού έμεναν όλες στον δικό μας συνοικισμό.
Τα ονόματα τους ήταν:
Βαρβάρα Ουγιαρίδου
Δέσποινα Ξανθοπούλου
Σουζάνα Σαχινίδου
Κατίνα Μαρκοπούλου
Πηνελόπη Αχταρίδου
Ευθυμία Εφραιμίδου
Εφημία Χαντζηεφραιμίδου
Αναστασία Ροσσοπούλου
Αναστασία Τσιθώντη
Βασιλειάδου Μαίρη
Σοφούλα και Κίτσα(τους φώναζαν Μπατζάκ- δεν θυμάται κανείς τα επίθετα τους)
Μαριγώ Παρασκευαΐδου
Σοφία Καρακώστα
Βασιλίκη Κελεμπεκίδου
Αναστασία Αβραμίδου
Καλλιόπη Χαντζηπαυλίδου
Μαρίκα Τελαλίδου
Σουζάνα Παπουτσή
Σακαλή Δέσποινα
Δωροθέα Σαχινίδου
Κίτσα Μαρκοπούλου
Στην ζωή βρίσκονται η Δέσποινα Παπουτσή, η Μαρίκα Χαντζηπαυλίδου, η Φανή η Μπατζάκ και η Ευθυμία Χατζηεφραιμίδου η οποία μου έδωσε όλα τα ονόματα και την ευχαριστώ γι’ αυτό.
Οι εργαλειοί ήταν από πεύκο. Τεχνικά δεν μπορώ να περιγράψω το στήσιμο τους. Η εικόνα όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν μαστόρισσες, με χαμόγελο πάντα, καθισμένες ανά τρεις σε πάγκους, τεντωμένα τα στημόνια, τα κουβάρια με τα νήματα-τους τσιλέδες-να κρέμονται μπροστά τους και να σηκώνουν το κεφάλι τους κάθε τόσο να βλέπουν τα σχέδια και να τα κάνουν έργο πολύτιμο και αθάνατο. Με κινηματογραφική ταχύτητα έπιαναν με το αριστερό τους χέρι δύο νήματα στιμονιού και με το δεξί κρατώντας τα νήμα από τα κουβάρια και συγχρόνως ένα κοφτερό μαχαίρι, έκαναν έναν μαγικό κόμπο και το ωθούσαν προς τα κάτω, κόβοντας το συνάμα. Κόμποι ατελείωτοι, εκατοντάδες, τι λέω χιλιάδες. Όταν τέλειωναν 4,5 σειρές σ’ όλο το πλάτος του χαλιού, υπήρχε ένα σιδερένιο αντικείμενο για να είναι βαρύ, οδοντωτό για να χωράει στο στιμόνι, και χτυπούσαν με δύναμη για να στεριώσει καλά. Αυτό το έλεγαν «τακτουκά». Κατόπιν με ειδικά ψαλίδια που χρησιμοποιούνταν με τα δύο χέρια έκοβαν τα εξέχοντα μέρη των νημάτων. Ένα χαλί ήθελε δύο μήνες να τελειώσει! Κατόπιν καθαρίζονταν και ήταν έτοιμο για το εμπόριο. Σε μια αίθουσα τοποθετούσαν ξαπλωμένα τα χαλιά περιμένοντας τον τυχερό που θα το αποκτήσει. Μπουχάρες, λαχούρια, σινέ(στεφανάκια με λουλούδια),τα τσιφτέ μπαντέν και τα μοντέρνα.Τα χάζευα μικρούλα και τότε ονειρευόμουνα τον Αλαντίν με το λυχνάρι, τις Χίλιες και μια Νύχτες και ένα ιπτάμενο χαλί να ταξιδέψω πάνω του για να μου δείξει τον κόσμο όλο. Ένα χαλί παρίστανε τον Κήπο της Εδέμ. Έτσι τον ονόμασαν οι μεγάλοι και εγώ γνώρισα την Εδέμ μέσα από τις παραστάσεις του. Υπήρχε λοιπόν ένας κήπος με λουλούδια και με δέντρα που στα κλαδιά τους φώλιαζαν πουλιά, σκιουράκια στα πεσμένα φύλλα, και στον κορμό ενός δένδρου τυλιγμένο ένα φίδι. Είχε διπλάσιους κόμπους από τα συνηθισμένα και ήταν η τιμή του εξαιρετικά ακριβή. Μοσχοπουλήθηκε και εκείνη την ημέρα ήταν χαρούμενοι όλοι, εκτός από μένα που έχασα την Εδέμ μου.
Η εργασία ξεκινούσε με την Ανατολή του ήλιου και τελείωνε με την Δύση. Το μεσημέρι οι γυναίκες έφευγαν για φαγητό και επέστρεφαν στις 3:30. Ο θείος μου έπρεπε να τους έχει αναμμένη την σόμπα για να μην κρυώνουν.
Από πολλά στόματα έχω ακούσει ότι οι θείοι μου ήταν πολύ καλά αφεντικά. Αυτό το ξέρω κι’ εγώ καλά. Μεγάλωσα μέσα στο εργοστάσιο. Όταν τέλειωνε ένα χαλί οι θείοι μου τους έδειχναν με κάθε τρόπο την ευχαρίστησή τους. Και μετά οι μαστόρισσες δεν δούλευαν(η λέξη αυτή και εμένα μου θυμίζει την λέξη δουλεία), αλλά εργάζονταν. Ποιούσαν έργο. Σαν τον γλύπτη που σμιλεύει με αγάπη το γλυπτό του μέχρι να του δώσει πνοή και να δείχνει ζωντανό: έτοιμο να σου μιλήσει. Έτσι και τα χαλιά στο τελείωμα. Τέλεια, αρμονικά έντεχνα από μαγικά χέρια, έτοιμα να σου ζεστάνουν το σπιτικό και την ψυχή σου.
Η θεία μου ήξερε να παίζει «ούτι». Σε συνδυασμό με την μητέρα μου που είχε πολύ ωραία φωνή αποτελούσαν ένα υπέροχο ντουέτο.
«Μπεκλεντίμντα γκέλμεντιν……(Σε περίμενα και δεν ήρθες).
Για πότε μερακλώνονταν οι γυναίκες και χόρευαν στους ρυθμούς του Κόνιαλι και του καρσιλαμά, δεν το καταλάβαινα. Πότε πότε εμφανίζονταν δύο αξέχαστες φιγούρες να πωλούν την πραμάτεια τους. Ο ένας ήταν ο Φώνης που πωλούσε παγωτό στο χωνάκι, με την άσπρη στολή του και τον κατάλευκο σκούφο, και έλεγε ξεκαρδιστικά αστεία. Αργότερα έγινε ιερέας. Ο «παπά Φώνης». Έτσι τον ξέραμε όλοι στην Φλώρινα.
Ο άλλος ήταν ο Μανωλάκης ο Κολλάρος. Αυτός έφερνε βαλίτσες με προικιά. Δαντέλες λευκές, ασπροκεντήματα, τραπεζομάντηλα, σεντόνια, μαξιλαροθήκες, και οι γυναίκες αγόραζαν βερεσέ. Την άλλη φορά τον ξεπλήρωναν και αγόραζαν βερεσέ πάλι καινούργια πράγματα.
Η θεία μου ανέβαζε δουλειά και στο σπίτι. Καθόταν στο πάτωμα σ’ ένα μαξιλάρι και τα βαμμένα μαλλιά τα έκανε κουβάρια για να είναι έτοιμα την άλλη μέρα. Πόσο θυμάμαι αυτή την εικόνα ! !
«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη…»
Ένα συρματόσκοινο συνέδεε το εργοστάσιο με το σπίτι, που στην άκρη του είχε ένα κουδούνι. Ήταν η ενδοεπικοινωνία μας. Τότε άφηνε την ανέμη και έτρεχε κάτω να δει τι πρόβλημα υπήρχε.
Το εργοστάσιο έπαψε πια να λειτουργεί οριστικά το 1968 με 69. Υπήρχε ένα διάστημα μεγάλο ενδιάμεσα στον πόλεμο που ήταν κλειστό. Ο πόλεμος ερημώνει τα πάντα. Το σπίτι και το εργοστάσιο ήταν επιταγμένα από τους Γερμανούς, και στα καζάνια που άλλοτε αναδεικνύονταν τα υπέροχα χρώματα του θείου μου, έβραζαν το φαγητό τους οι φαντάροι και το τρώγανε στον παρακείμενο παιδικό σταθμό.
Οι θείοι μου λοιπόν γέρασαν, τα «πραγματικά εργοστάσια» - ΠΕΡΣΙΚΑ, ΑΝΑΤΟΛΙΑ, ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ - έριξαν στην αγορά μηχανοποίητα χαλιά, φθηνά στην ποιότητα, πανομοιότυπα στα σχέδια και φυσικά προσιτά στον κόσμο.
Το Ι.Κ.Α. ήταν πλέον δυσβάσταχτο για τον θείο μου, οι γεροντότερες μαστόρισσες απεβίωσαν, και οι νεότερες δεν ήθελαν αυτή την δουλειά, διότι πλέον σπούδαζαν και έπιαναν τα γραφεία.
Έτσι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για το '' Ταπητουργείον στην Φλώρινα.' Την σπουδαιότητα δε, του εργοστασίου στην μικρή μας πόλη την ένοιωσα όταν με συνάντησε λίγο πριν πεθάνει μια μαστόρισσα, και μου είπε «Να είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει τους θείους σου. Πόσες οικογένειες επιζήσαμε τότε και παίρνομε ακόμα την σύνταξη και ζούμε.»
- «Δουλέψατε και την δικαιούσθε» της απάντησα.
Απομακρύνθηκα από κοντά της με μια ανείπωτη υπερηφάνεια για τους γονείς και τους θείους μου τους Πρόσφυγες.
Το αφιερώνω σε όλους τους Πρόσφυγες με αγάπη..
Στην φωτό ο θείος μου Πέτρος Παπαδόπουλος,η γυναίκα του Δέσποινα Παπαδοπούλου και εκατέρωθεν η μητέρα μου και η γιαγιά μου Αγγελική.
Από μια εκδρομή στο κοντινό βουνό...
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου